- ηλιολατρία
- güneşe tapma
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ηλιολατρία — Η λατρεία του Ήλιου ως θεού. H παράδοση της θεοποίησης του Ήλιου, που ως πηγή φωτός και θερμότητας ήταν εύλογο να ταυτιστεί συμβολικά από την πρωτόγονη φαντασία με την αρχέγονη δημιουργική δύναμη του κόσμου, συνδέεται κυρίως με τις θρησκευτικές… … Dictionary of Greek
ηλιολατρία — η η λατρεία του Ήλιου ως θεού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλιολατρεία — η βλ. ηλιολατρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηλιολατρία] … Dictionary of Greek
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek
ηλιολατρικός — ή, ό [ηλιολάτρης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ηλιολάτρη ή στην ηλιολατρία … Dictionary of Greek
πυρολατρία — Λατρεία που απονέμεται στη φωτιά, ως υπερφυσική και θεία δύναμη. Η π. ανάγεται στους αρχαιότατους χρόνους της ανθρωπότητας και φαίνεται ότι είχε διαδοθεί σε όλο τον κόσμο, αφού λείψανα αυτής παρατηρήθηκαν και στην Αμερική. Λείψανα π.… … Dictionary of Greek